καπελώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπελώνω < καπέλο + -ωνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.peˈlo.no/
Ρήμα
επεξεργασίακαπελώνω
- φορώ σε κάποιον καπέλο
- (μεταφορικά) επιβάλλομαι με την άποψή μου σε κάποιον ή εκμεταλλεύομαι ό,τι κάνει προς όφελός μου
- (μεταφορικά) υποτιμώ/σιγάζω κάποιον ή θέση του προωθώντας υπέρμετρα τις θέσεις/επιδιώξεις μου
- κερδοσκοπώ αυξάνοντας πέρα από τα επιτρεπτά όρια τις τιμές των προϊόντων
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καπελώνω | καπέλωνα | θα καπελώνω | να καπελώνω | καπελώνοντας | |
β' ενικ. | καπελώνεις | καπέλωνες | θα καπελώνεις | να καπελώνεις | καπέλωνε | |
γ' ενικ. | καπελώνει | καπέλωνε | θα καπελώνει | να καπελώνει | ||
α' πληθ. | καπελώνουμε | καπελώναμε | θα καπελώνουμε | να καπελώνουμε | ||
β' πληθ. | καπελώνετε | καπελώνατε | θα καπελώνετε | να καπελώνετε | καπελώνετε | |
γ' πληθ. | καπελώνουν(ε) | καπέλωναν καπελώναν(ε) |
θα καπελώνουν(ε) | να καπελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καπέλωσα | θα καπελώσω | να καπελώσω | καπελώσει | ||
β' ενικ. | καπέλωσες | θα καπελώσεις | να καπελώσεις | καπέλωσε | ||
γ' ενικ. | καπέλωσε | θα καπελώσει | να καπελώσει | |||
α' πληθ. | καπελώσαμε | θα καπελώσουμε | να καπελώσουμε | |||
β' πληθ. | καπελώσατε | θα καπελώσετε | να καπελώσετε | καπελώστε | ||
γ' πληθ. | καπέλωσαν καπελώσαν(ε) |
θα καπελώσουν(ε) | να καπελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καπελώσει | είχα καπελώσει | θα έχω καπελώσει | να έχω καπελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καπελώσει | είχες καπελώσει | θα έχεις καπελώσει | να έχεις καπελώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καπελώσει | είχε καπελώσει | θα έχει καπελώσει | να έχει καπελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καπελώσει | είχαμε καπελώσει | θα έχουμε καπελώσει | να έχουμε καπελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καπελώσει | είχατε καπελώσει | θα έχετε καπελώσει | να έχετε καπελώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καπελώσει | είχαν καπελώσει | θα έχουν καπελώσει | να έχουν καπελώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπελώνω
|