καμπυλοειδώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμπυλοειδώς < καμπυλοειδής + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασίακαμπυλοειδώς
- (σπάνιο) (λόγιο) με καμπυλοειδή τρόπο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καμπυλοειδώς
|
καμπυλοειδώς
|