καμουφλάρομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.muˈfla.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μου‐φλά‐ρο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίακαμουφλάρομαι, π.αόρ.: καμουφλαρίστηκα, μτχ.π.π.: καμουφλαρισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος καμουφλάρω → δείτε και την κλίση