καμικάζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμικάζι < (λόγιο δάνειο) αγγλική kamikaze < ιαπωνική 神風 (από την ιαπωνική λέξη καμικάζε = θεϊκός άνεμος)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμικάζι αρσενικό άκλιτο
- κάποιος που κάνει επίθεση αυτοκτονίας
- (μεταφορικά) ο παράτολμος οδηγός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καμικάζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας