καλαϊσμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
καλαϊσμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καλαϊσμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καλαϊσμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλαϊσμένος
καλαϊσμένων