Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαφατικόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, υποθετικού ή αμάρτυρου τύπου επιθέτου *καλαφατικός. Δείτε καλαφάτ(ης), με κατάληξη -ικόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλαφατικόν