Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαισθήτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα (μαρτυρείται από το 1888). [1] Συγχρονικά αναλύεται σε καλαίσθητ|(ος) + -ως.

  Επίρρημα επεξεργασία

καλαισθήτως

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 508, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία

  • «καλαίσθητος» (& καλαίσθητα, καλαισθήτως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)