καλαίσθητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαίσθητα < καλαίσθητος + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈle.sθi.ta/
Επίρρημα
επεξεργασίακαλαίσθητα
- με καλαίσθητο τρόπο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλαίσθητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαλαίσθητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλαίσθητος