Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαθώσας: μετοχή αορίστου στο αρσενικό γένος, του αμάρτυρου ρήματος *καλαθόω < κάλαθος

καλαθώσας

  • σελ.137 - Ορλάνδος, Αναστάσιος Κ. Τραυλός, Ιωάννης Ν. Λεξικόν ἀρχαίων ἀρχιτεκτονικῶν ὅρων. Αθήναι: Η εν Αθήναις αρχαιολογική εταιρεία, 1986.
  • καλαθόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)