Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακομελετώ < κακο- + μελετώ [1]

  Ρήμα επεξεργασία

κακομελετώ

  1. βάζω με το νου μου κάτι κακό ή προμαντεύω κάτι κακό
  2. δεν μελετώ καλά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία