κακομελετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακακομελετώ
- βάζω με το νου μου κάτι κακό ή προμαντεύω κάτι κακό
- δεν μελετώ καλά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακομελετώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κακομελετώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας