Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καινοποιέω < καινός + -ο- + ποιέω

  Ρήμα επεξεργασία

καινοποιέω

  1. κάνω κάτι καινούργιο, ανανεώνω
    Ἵνα σου τῆς δόξης τὰ πάντα πληρώσῃς, καταπεφοίτηκας ἐν κατωτάτοις τῆς γῆς· ἀπὸ γὰρ σοῦ οὐκ ἐκρύβη ἡ ὑπόστασίς μου ἡ ἐν Ἀδάμ, καὶ ταφεὶς φθαρέντα με καινοποιεῖς, Φιλάνθρωπε. (Από την α’ ωδή της πασχάλιας ακολουθίας)
  2. καινοτομώ

Άλλες μορφές επεξεργασία