καινοποιέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαινοποιέω
- κάνω κάτι καινούργιο, ανανεώνω
- Ἵνα σου τῆς δόξης τὰ πάντα πληρώσῃς, καταπεφοίτηκας ἐν κατωτάτοις τῆς γῆς· ἀπὸ γὰρ σοῦ οὐκ ἐκρύβη ἡ ὑπόστασίς μου ἡ ἐν Ἀδάμ, καὶ ταφεὶς φθαρέντα με καινοποιεῖς, Φιλάνθρωπε. (Από την α’ ωδή της πασχάλιας ακολουθίας)
- καινοτομώ