κάρρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακάρρων
- γενική πληθυντικού του κάρρο
- ※ Ενταύθα οί Γάλλοι είς τους επικλινείς αγρούς έσκαπτον και μετέφερον διά κάρρων τό χώμα άπό τά κατώτερα σημεία τούτων (άπό τού κατάντη αύλακος) είς τά ανώτερα σημεία (Δασικά Χρονικά, τ. 16-7, σελ. 20 [1])
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακάρρων αρσενικό
- καλύτερος
- ※ Ηρακλής κάρρων, Σέλευκε' (κάρρων δε ο ιχυρότερος παρά Δωριεύσιν) (Πατριάρχης Φώτιος Α΄, Βιβλιοθήκη [2])
Πηγές
επεξεργασία- κάρρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.