Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κάρρων

  • γενική πληθυντικού του κάρρο
    ※  Ενταύθα οί Γάλλοι είς τους επικλινείς αγρούς έσκαπτον και μετέφερον διά κάρρων τό χώμα άπό τά κατώτερα σημεία τούτων (άπό τού κατάντη αύλακος) είς τά ανώτερα σημεία (Δασικά Χρονικά, τ. 16-7, σελ. 20 [1])

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρρων < συγκριτικό του αγαθός σε δωρική μορφή (σε ιωνική μορφή κρέσσων, κρείσσων) < κρατύς

  Επίθετο επεξεργασία

κάρρων αρσενικό

  • καλύτερος
    ※  Ηρακλής κάρρων, Σέλευκε' (κάρρων δε ο ιχυρότερος παρά Δωριεύσιν) (Πατριάρχης Φώτιος Α΄, Βιβλιοθήκη [2])

  Πηγές επεξεργασία