ιχνευμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαιχνευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ιχνευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ιχνευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιχνευμένος
ιχνευμένων