ισομοιράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.miˈɾa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐μοι‐ρά‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαισομοιράζομαι, π.αόρ.: ισομοιράστηκα, μτχ.π.π.: ισομοιρασμένος, (ενεργ.: ισομοιράζω)
- παθητική φωνή του ρήματος ισομοιράζω → δείτε και την κλίση