ιππευμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ιππευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ιππευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ιππευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιππευμένος
ιππευμένων