ιλουστρασιόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιλουστρασιόν < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική illustration [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.lu.stɾaˈsçon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐λου‐στρα‐σιόν
Επίθετο επεξεργασία
ιλουστρασιόν άκλιτο
- (τυπογραφία, για χαρτί) γυαλιστερό και κατάλληλο για εκτυπώσεις (φωτογραφίες, περιοδικά κ.λπ.)
- που είναι φτιαγμένος από γυαλιστερό χαρτί
- (μεταφορικά, μειωτικό) που είναι εξωτερικά εντυπωσιακός, αλλά εσωτερικά χωρίς ουσία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιλουστρασιόν
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ιλουστρασιόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας