θυμιασμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
θυμιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θυμιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θυμιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θυμιασμένος
θυμιασμένων