θολοσκέπαστων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
θολοσκέπαστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θολοσκέπαστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θολοσκέπαστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θολοσκέπαστος