Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θκιάολος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθca.o.los/ (κυπριακά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θκιάολος αρσενικό