θημωνιασμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
θημωνιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θημωνιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θημωνιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θημωνιασμένος