θερμόφοβων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
θερμόφοβων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θερμόφοβος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θερμόφοβος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θερμόφοβος
θερμόφοβων