θεονήστικων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
θεονήστικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θεονήστικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θεονήστικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θεονήστικος
θεονήστικων