θεματοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεματοδοτώ < θεματοδότης + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαθεματοδοτώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θεματοδοτώ | θεματοδοτούσα | θα θεματοδοτώ | να θεματοδοτώ | θεματοδοτώντας | |
β' ενικ. | θεματοδοτείς | θεματοδοτούσες | θα θεματοδοτείς | να θεματοδοτείς | (θεματοδότει) | |
γ' ενικ. | θεματοδοτεί | θεματοδοτούσε | θα θεματοδοτεί | να θεματοδοτεί | ||
α' πληθ. | θεματοδοτούμε | θεματοδοτούσαμε | θα θεματοδοτούμε | να θεματοδοτούμε | ||
β' πληθ. | θεματοδοτείτε | θεματοδοτούσατε | θα θεματοδοτείτε | να θεματοδοτείτε | θεματοδοτείτε | |
γ' πληθ. | θεματοδοτούν(ε) | θεματοδοτούσαν(ε) | θα θεματοδοτούν(ε) | να θεματοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θεματοδότησα | θα θεματοδοτήσω | να θεματοδοτήσω | θεματοδοτήσει | ||
β' ενικ. | θεματοδότησες | θα θεματοδοτήσεις | να θεματοδοτήσεις | θεματοδότησε | ||
γ' ενικ. | θεματοδότησε | θα θεματοδοτήσει | να θεματοδοτήσει | |||
α' πληθ. | θεματοδοτήσαμε | θα θεματοδοτήσουμε | να θεματοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | θεματοδοτήσατε | θα θεματοδοτήσετε | να θεματοδοτήσετε | θεματοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | θεματοδότησαν θεματοδοτήσαν(ε) |
θα θεματοδοτήσουν(ε) | να θεματοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θεματοδοτήσει | είχα θεματοδοτήσει | θα έχω θεματοδοτήσει | να έχω θεματοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις θεματοδοτήσει | είχες θεματοδοτήσει | θα έχεις θεματοδοτήσει | να έχεις θεματοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει θεματοδοτήσει | είχε θεματοδοτήσει | θα έχει θεματοδοτήσει | να έχει θεματοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θεματοδοτήσει | είχαμε θεματοδοτήσει | θα έχουμε θεματοδοτήσει | να έχουμε θεματοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε θεματοδοτήσει | είχατε θεματοδοτήσει | θα έχετε θεματοδοτήσει | να έχετε θεματοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θεματοδοτήσει | είχαν θεματοδοτήσει | θα έχουν θεματοδοτήσει | να έχουν θεματοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεματοδοτώ
|