Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεηκόλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεηκόλος
<
θεός
+
βουκόλος
Επίθετο
επεξεργασία
θεηκόλος, -ος, -ον
αυτός που υπηρετεί θεό ή θεούς σε ναούς και ιερά.
ο
ιερέας
Συνώνυμα
επεξεργασία
θεοπόλος
θεηπόλος