Ετυμολογία

επεξεργασία
θεηκόλος < θεός + βουκόλος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεηκόλος, -ος, -ον

  1. αυτός που υπηρετεί θεό ή θεούς σε ναούς και ιερά.
  2. ο ιερέας

Συνώνυμα

επεξεργασία