θαυματοποιέω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
θαυματοποιέω < θαυματοποιός
ΡήμαΕπεξεργασία
θαυματοποιέω-θαυματοποιῶ (ελληνιστικό ρήμα)
- κάνω τεχνάσματα, μαγικά, ταχυδακτυλουργικά
θαυματοποιέω < θαυματοποιός
θαυματοποιέω-θαυματοποιῶ (ελληνιστικό ρήμα)