Ετυμολογία

επεξεργασία
ζογκλέρ < γαλλική jongleur

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zoŋˈɡleɾ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζογκλέρ αρσενικό άκλιτο

  1. (επάγγελμα) γενική ονομασία για οποιοδήποτε καλλιτέχνη πραγματοποιεί εντυπωσιακές ταχυδακτυλουργικές ή ακροβατικές ασκήσεις, συνήθως στο τσίρκο
  2. (μεταφορικά) ο αθλητής που διακρίνεται για την επιδεξιότητα και το θέαμα που προσφέρει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία