Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐκραής τὸ εὐκραές οἱ, αἱ εὐκραεῖς τὰ εὐκρα
Γενική τοῦ, τῆς εὐκραοῦς τοῦ εὐκραοῦς τῶν εὐκραῶν τῶν εὐκραῶν
Δοτική τῷ, τῇ εὐκραεῖ τῷ εὐκραεῖ τοῖς, ταῖς εὐκραέσι(ν) τοῖς εὐκραέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐκρα τὸ εὐκραές τοὺς, τὰς εὐκραεῖς τὰ εὐκρα
Κλητική εὐκραές εὐκραές εὐκραεῖς εὐκρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐκραεῖ
Γενική-Δοτική εὐκραοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐκραής < εὐκρά(ς) (< εὐ- + θέμα του κεράννυμι κρᾱ- + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐκρᾱής, -ής, -ές

  1. εύκρατος
  2. (ως χαρακτηρισμός ανέμου) ήπιος
  3. (ως χαρακτηρισμός έρωτα) σεμνός

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία