Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἵργνυμι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

εἵργνυμι

  1. φυλακίζω
  2. κλειδώνω, σωπαίνω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 238 (στίχοι 237-238)
    αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾽ ἔπειτα | ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
    Κι όπως τους έδωσε να πιουν, το ήπιαν όλο· τότε | τους χτύπησε με το ραβδί της και τους έκλεισε στο χοιροστάσι.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη εἵργω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία