εύσπλαγχνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εύσπλαγχνα < εύσπλαγχνος + -α < (ελληνιστική κοινή) εὔσπλαγχνος < αρχαία ελληνική εὖ + σπλάγχνον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈef.splaŋ.xna/
Επίρρημα
επεξεργασίαεύσπλαγχνα
- άλλη μορφή του εύσπλαχνα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπλάχνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εύσπλαγχνα
|