ευδαιμονισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαευδαιμονισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευδαιμονισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευδαιμονισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευδαιμονισμένος