ευαναγνώστως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευαναγνώστως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα εὐαναγνώστως < αρχαία ελληνική εὐανάγνωστος. Συγχρονικά αναλύεται σε ευανάγνωστ(ος) + -ως.
Επίρρημα επεξεργασία
ευαναγνώστως
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευαναγνώστως
|
Πηγές επεξεργασία
- «ευανάγνωστος (& ευαναγνώστως)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)