επωασμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
επωασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του επωασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επωασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επωασμένος
επωασμένων