επιστάμενε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈsta.me.ne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐στά‐με‐νε
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
επιστάμενε
- (αρσενικό) κλητική ενικού του επιστάμενος
Δείτε επίσης : ἐπιστάμενε |
επιστάμενε