επισκιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεπισκιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του επισκιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επισκιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επισκιασμένος