επισκευάσιμων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επισκευάσιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του επισκευάσιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επισκευάσιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επισκευάσιμος