επισιτισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεπισιτισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του επισιτισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επισιτισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επισιτισμένος