Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επηρεάζομε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Ρηματικός τύπος
1.2.1
Δείτε επίσης
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.pi.ɾeˈa.zo.me
/
ομόηχο
:
επηρεάζομαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επηρεάζομε
λόγια μορφή του
επηρεάζουμε
,
πρώτο πρόσωπο ενικού της
οριστικής
ενεστώτα
του ρήματος
επηρεάζω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ἐπηρεάζομεν