επαύριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαύριον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπαύριον[1] (επ- + αύριο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpa.vɾi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐παύ‐ρι‐ον
Επίρρημα
επεξεργασίαεπαύριον
- (λόγιο) η ακόλουθη, η επόμενη ημέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαύριον
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επαύριον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας