επαναπροκηρύσσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναπροκηρύσσω < επανα- + προκηρύσσω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pa.na.pɾo.ciˈɾi.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐προ‐κη‐ρύσ‐σω
Ρήμα επεξεργασία
επαναπροκηρύσσω
- (νεολογισμός) προκηρύσσω εκ νέου
- ※ Επαναπροκηρύσσει την Τέταρτη τον διαγωνισμό για την επέκταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για 360 υπαλλήλους ο Δήμος Αθηναίων μετά το ομόθυμο αίτημα όλων των παρατάξεων της αντιπολίτευσης. (Ηλέκτρα Βισκαδουράκη, Δήμος Αθηναίων / Παραμένουν για ακόμη 4 μήνες οι 360 συμβασιούχοι, Η Αυγή, 28 Δεκεμβρίου 2020)
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναπροκηρύσσω | επαναπροκήρυσσα | θα επαναπροκηρύσσω | να επαναπροκηρύσσω | επαναπροκηρύσσοντας | |
β' ενικ. | επαναπροκηρύσσεις | επαναπροκήρυσσες | θα επαναπροκηρύσσεις | να επαναπροκηρύσσεις | επαναπροκήρυσσε | |
γ' ενικ. | επαναπροκηρύσσει | επαναπροκήρυσσε | θα επαναπροκηρύσσει | να επαναπροκηρύσσει | ||
α' πληθ. | επαναπροκηρύσσουμε | επαναπροκηρύσσαμε | θα επαναπροκηρύσσουμε | να επαναπροκηρύσσουμε | ||
β' πληθ. | επαναπροκηρύσσετε | επαναπροκηρύσσατε | θα επαναπροκηρύσσετε | να επαναπροκηρύσσετε | επαναπροκηρύσσετε | |
γ' πληθ. | επαναπροκηρύσσουν(ε) | επαναπροκήρυσσαν επαναπροκηρύσσαν(ε) |
θα επαναπροκηρύσσουν(ε) | να επαναπροκηρύσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναπροκήρυξα | θα επαναπροκηρύξω | να επαναπροκηρύξω | επαναπροκηρύξει | ||
β' ενικ. | επαναπροκήρυξες | θα επαναπροκηρύξεις | να επαναπροκηρύξεις | επαναπροκήρυξε | ||
γ' ενικ. | επαναπροκήρυξε | θα επαναπροκηρύξει | να επαναπροκηρύξει | |||
α' πληθ. | επαναπροκηρύξαμε | θα επαναπροκηρύξουμε | να επαναπροκηρύξουμε | |||
β' πληθ. | επαναπροκηρύξατε | θα επαναπροκηρύξετε | να επαναπροκηρύξετε | επαναπροκηρύξτε | ||
γ' πληθ. | επαναπροκήρυξαν επαναπροκηρύξαν(ε) |
θα επαναπροκηρύξουν(ε) | να επαναπροκηρύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαναπροκηρύξει | είχα επαναπροκηρύξει | θα έχω επαναπροκηρύξει | να έχω επαναπροκηρύξει | ||
β' ενικ. | έχεις επαναπροκηρύξει | είχες επαναπροκηρύξει | θα έχεις επαναπροκηρύξει | να έχεις επαναπροκηρύξει | ||
γ' ενικ. | έχει επαναπροκηρύξει | είχε επαναπροκηρύξει | θα έχει επαναπροκηρύξει | να έχει επαναπροκηρύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναπροκηρύξει | είχαμε επαναπροκηρύξει | θα έχουμε επαναπροκηρύξει | να έχουμε επαναπροκηρύξει | ||
β' πληθ. | έχετε επαναπροκηρύξει | είχατε επαναπροκηρύξει | θα έχετε επαναπροκηρύξει | να έχετε επαναπροκηρύξει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναπροκηρύξει | είχαν επαναπροκηρύξει | θα έχουν επαναπροκηρύξει | να έχουν επαναπροκηρύξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναπροκηρύσσομαι | επαναπροκηρυσσόμουν(α) | θα επαναπροκηρύσσομαι | να επαναπροκηρύσσομαι | επαναπροκηρυσσόμενος | |
β' ενικ. | επαναπροκηρύσσεσαι | επαναπροκηρυσσόσουν(α) | θα επαναπροκηρύσσεσαι | να επαναπροκηρύσσεσαι | (επαναπροκηρύσσου) | |
γ' ενικ. | επαναπροκηρύσσεται | επαναπροκηρυσσόταν(ε) | θα επαναπροκηρύσσεται | να επαναπροκηρύσσεται | ||
α' πληθ. | επαναπροκηρυσσόμαστε | επαναπροκηρυσσόμαστε επαναπροκηρυσσόμασταν |
θα επαναπροκηρυσσόμαστε | να επαναπροκηρυσσόμαστε | ||
β' πληθ. | επαναπροκηρύσσεστε | επαναπροκηρυσσόσαστε επαναπροκηρυσσόσασταν |
θα επαναπροκηρύσσεστε | να επαναπροκηρύσσεστε | (επαναπροκηρύσσεστε) | |
γ' πληθ. | επαναπροκηρύσσονται | επαναπροκηρύσσονταν επαναπροκηρυσσόντουσαν |
θα επαναπροκηρύσσονται | να επαναπροκηρύσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναπροκηρύχτηκα | θα επαναπροκηρυχτώ | να επαναπροκηρυχτώ | επαναπροκηρυχτεί | ||
β' ενικ. | επαναπροκηρύχτηκες | θα επαναπροκηρυχτείς | να επαναπροκηρυχτείς | επαναπροκηρύξου | ||
γ' ενικ. | επαναπροκηρύχτηκε | θα επαναπροκηρυχτεί | να επαναπροκηρυχτεί | |||
α' πληθ. | επαναπροκηρυχτήκαμε | θα επαναπροκηρυχτούμε | να επαναπροκηρυχτούμε | |||
β' πληθ. | επαναπροκηρυχτήκατε | θα επαναπροκηρυχτείτε | να επαναπροκηρυχτείτε | επαναπροκηρυχτείτε | ||
γ' πληθ. | επαναπροκηρύχτηκαν επαναπροκηρυχτήκαν(ε) |
θα επαναπροκηρυχτούν(ε) | να επαναπροκηρυχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επαναπροκηρυχτεί | είχα επαναπροκηρυχτεί | θα έχω επαναπροκηρυχτεί | να έχω επαναπροκηρυχτεί | επαναπροκηρυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις επαναπροκηρυχτεί | είχες επαναπροκηρυχτεί | θα έχεις επαναπροκηρυχτεί | να έχεις επαναπροκηρυχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει επαναπροκηρυχτεί | είχε επαναπροκηρυχτεί | θα έχει επαναπροκηρυχτεί | να έχει επαναπροκηρυχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναπροκηρυχτεί | είχαμε επαναπροκηρυχτεί | θα έχουμε επαναπροκηρυχτεί | να έχουμε επαναπροκηρυχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε επαναπροκηρυχτεί | είχατε επαναπροκηρυχτεί | θα έχετε επαναπροκηρυχτεί | να έχετε επαναπροκηρυχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναπροκηρυχτεί | είχαν επαναπροκηρυχτεί | θα έχουν επαναπροκηρυχτεί | να έχουν επαναπροκηρυχτεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναπροκηρύσσω
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr