επαναδιατυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pa.na.ði̯a.tiˈpo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐δια‐τυ‐πώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεπαναδιατυπώνω
- διατυπώνω ξανά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επαναδιατυπώνω