επανάπλους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επανάπλους < επαναπλέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπανάπλους αρσενικό
- (ναυτικός όρος) διακοπή πλου προορισμού και επιστροφή στο σημείο αναχώρησης (λιμάνι, όρμος, κ.λπ.)
- μετά από ανώνυμη τηλεφωνική καταγγελία για ύπαρξη βόμβας διατάχθηκε ο επανάπλους του πλοίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανάπλους
|