Ετυμολογία

επεξεργασία
επανάπλους < επαναπλέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επανάπλους αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) διακοπή πλου προορισμού και επιστροφή στο σημείο αναχώρησης (λιμάνι, όρμος, κ.λπ.)
    μετά από ανώνυμη τηλεφωνική καταγγελία για ύπαρξη βόμβας διατάχθηκε ο επανάπλους του πλοίου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία