Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξώκοσμος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξώκοσμος αρσενικό

  1. (φυσική) ο κόσμος ή οι κόσμοι πέρα απ' το Σύμπαν
  2. ο μη υλικός κόσμος, ο πνευματικός κόσμος
  3. ο εξωκοσμικός, ο απόκοσμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία