εξωδίκως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εξωδίκως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξωδίκος. Συγχρονικά αναλύεται σε εξώδικ(ος) + -ως.
Επίρρημα
επεξεργασία
εξωδίκως
- (λόγιο, νομικός όρος) με εξώδικη ενέργεια, χωρίς δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξωδίκως
|
Πηγές
επεξεργασία
- εξώδικος (& εξωδίκως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας