εξιστορήσιμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξιστορήσιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εξιστορήσιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εξιστορήσιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξιστορήσιμος