εξιδανικευμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεξιδανικευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εξιδανικευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εξιδανικευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξιδανικευμένος