εξασφαλισμένου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
εξασφαλισμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του εξασφαλισμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του εξασφαλισμένος
εξασφαλισμένου