εξακριβώνουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksa.kɾiˈvo.nu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐κρι‐βώ‐νου‐με
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαεξακριβώνουμε
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος εξακριβώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- εξακριβώνομε (λόγιο, παρωχημένο)