εξάντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξάντας < αρχαία ελληνική ἑξᾶς (γενική, του ἑξάντος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξάντας αρσενικό
- (αστρονομία) όργανο που χρησιμοποιούνταν άλλοτε στη ναυτιλία για τη μέτρηση των γωνιών και, ειδικότερα, για τον προσδιορισμό του στίγματος