ενθυμώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενθυμώ < αρχαία ελληνική ἐνθυμῶ / ἐνθυμέω < θυμός
Ρήμα επεξεργασία
ενθυμώ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θυμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενθυμώ
|
Δείτε επίσης : ἐνθυμῶ |
ενθυμώ
|