ενθυμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενθυμίζω < μεσαιωνική ελληνική ἐνθυμίζω < ελληνιστική κοινή ἐνθυμίζομαι < αρχαία ελληνική ἐνθυμέομαι / ἐνθυμοῦμαι < θυμός
Ρήμα
επεξεργασίαενθυμίζω
- άλλη μορφή του θυμίζω / υπενθυμίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενθυμίζω | ενθύμιζα | θα ενθυμίζω | να ενθυμίζω | ενθυμίζοντας | |
β' ενικ. | ενθυμίζεις | ενθύμιζες | θα ενθυμίζεις | να ενθυμίζεις | ενθύμιζε | |
γ' ενικ. | ενθυμίζει | ενθύμιζε | θα ενθυμίζει | να ενθυμίζει | ||
α' πληθ. | ενθυμίζουμε | ενθυμίζαμε | θα ενθυμίζουμε | να ενθυμίζουμε | ||
β' πληθ. | ενθυμίζετε | ενθυμίζατε | θα ενθυμίζετε | να ενθυμίζετε | ενθυμίζετε | |
γ' πληθ. | ενθυμίζουν(ε) | ενθύμιζαν ενθυμίζαν(ε) |
θα ενθυμίζουν(ε) | να ενθυμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενθύμισα | θα ενθυμίσω | να ενθυμίσω | ενθυμίσει | ||
β' ενικ. | ενθύμισες | θα ενθυμίσεις | να ενθυμίσεις | ενθύμισε | ||
γ' ενικ. | ενθύμισε | θα ενθυμίσει | να ενθυμίσει | |||
α' πληθ. | ενθυμίσαμε | θα ενθυμίσουμε | να ενθυμίσουμε | |||
β' πληθ. | ενθυμίσατε | θα ενθυμίσετε | να ενθυμίσετε | ενθυμίστε | ||
γ' πληθ. | ενθύμισαν ενθυμίσαν(ε) |
θα ενθυμίσουν(ε) | να ενθυμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενθυμίσει | είχα ενθυμίσει | θα έχω ενθυμίσει | να έχω ενθυμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενθυμίσει | είχες ενθυμίσει | θα έχεις ενθυμίσει | να έχεις ενθυμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενθυμίσει | είχε ενθυμίσει | θα έχει ενθυμίσει | να έχει ενθυμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενθυμίσει | είχαμε ενθυμίσει | θα έχουμε ενθυμίσει | να έχουμε ενθυμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενθυμίσει | είχατε ενθυμίσει | θα έχετε ενθυμίσει | να έχετε ενθυμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενθυμίσει | είχαν ενθυμίσει | θα έχουν ενθυμίσει | να έχουν ενθυμίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενθυμίζω
|